ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Όλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Επιβάτης
Επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως, Ι.Χ.
επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως/Ι.Χ.
Επιβατικό τρένο
Επιβεβαιώνω
Επιβεβαίωση
Επιβήτορας
Επιβιβάζω
Επιβιβάζω εκ νέου
Επίβλεψη
Επιβράδυνση
Επιβράδυνση της κυκλοφορίας
Επιβραδύνω
Επιδεικνύω
Επιδείνωση
Επιδημικός
Επιδικάζω (αποζημίωση)
Προηγούμενη
1
2
...
53
54
55
56
57
58
59
...
86
87
Επόμενη
Επιστροφή