ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Επιβάτης
Επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως, Ι.Χ.
επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως/Ι.Χ.
Επιβατικό τρένο
Επιβεβαιώνω
Επιβεβαίωση
Επιβήτορας
Επιβιβάζω
Επιβιβάζω εκ νέου
Επίβλεψη
Επιβράδυνση
Επιβράδυνση της κυκλοφορίας
Επιβραδύνω
Επιδεικνύω
Επιδείνωση
Επιδημικός
Επιδικάζω (αποζημίωση)

Επιστροφή