ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Εξακριβώνω
Εξακρίβωση
Εξαλείφω
Εξάλειψη
Εξάλειψη (φυλής)
Εξάλειψη αναλφαβητισμού
Εξάλειψη βαρών
Εξάλειψη των ανθυγιεινών οικισμών
Εξαμηνιαίος
Εξαμηνιαίως
Εξάμηνο
Εξαντλημένοι πόροι
Εξαντλητικός
Εξαντλούμαι
Εξαπατώ
Εξαπατώ το τελωνείο
Εξαπλώνομαι

Επιστροφή