ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Διεργασία
Διερευνώ
Διερευνώ ένα ζήτημα
Διέρχομαι
Διερχόμενοι επιβάτες
Διερχόμενος επιβάτης
Διεστραμμένος
Διευθέτηση
Διευθέτηση (νομ.)
Διευθετώ
Διευθετώ μια διένεξη
Διεύθυνση
Διεύθυνση έδρας εταιρίας
Διεύθυνση εργοστασίου
Διεύθυνση Οργάνωσης Μεταφορών
Διεύθυνση προσωπικού
Διεύθυνση Υδατικών Πόρων

Επιστροφή