ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Διάστημα
Διάστημα (χρονικό)
Διαστημική βιομηχανία
Διαστημικό λεωφορείο
Διαστημικός σταθμός
Διαστημόπλοιο
Διαστροφή
Διαστρωμάτωση
Διασύνδεση
Διασυνοριακή συνεργασία
Διασυνοριακός
Διασφαλίζω
Διασφάλιση
Διασχίζω (δρόμοι, μονοπάτια)
Διασώζω
Διασωθείς
Διάσωση

Επιστροφή