ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Διάσκεψη στρογγυλής τραπέζης
Διασκορπίζομαι
Διασκορπίζω
Διασκορπισμένος
Διασπάθιση
Διάσπαρτος συνοικισμός
Διάσπαση
Διάσπαση ψήφων
Διασπαστικός
Διασπορά
Διασπώ
Διασπώ μία εταιρία
Διαστάσεις
Διασταυρώνομαι
Διασταυρώνω (φυλές, είδη)
Διασταύρωση
Διασταύρωση (φυλών, ειδών)

Επιστροφή