ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Διαμερισμός
Διαμετακομίζω (εμπορεύματα)
Διαμετακόμιση
Διαμετακόμιση εμπορευμάτων
Διαμετακομιστική διακίνηση
Διαμετακομιστικό εμπόριο
Διαμετακομιστικός λιμένας
Διαμονή
Διαμορφώνω
Διαμόρφωση
Διαμόρφωση εδάφους
Διαμόρφωση στρατηγικής
Διαμόρφωση χώρου
Διανέμω
Διανέμω με φειδώ
Διανοητικά ανάπηρος
Διανοητικά καθυστερημένος

Επιστροφή