ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Ανύπαντρη μητέρα
Ανύπαντρος
Ανυπόφορος
Ανυψώνω
Ανυψώνω (τοίχο)
Ανύψωση (τοίχου)
Άνω κατάστρωμα
Ανώνυμη εταιρία κτηματικής πίστης
Ανώτατα θεσμοθετημένα σώματα
Ανώτατη διοίκηση
Ανωτάτη Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων
Ανώτατο δικαστήριο
Ανώτερες τάξεις
Ανώτερο μέλος Συμβουλίου Επικρατείας
Ανώτερο Στέλεχος
Ανώτερος
Ανώτερος δημόσιος υπάλληλος

Επιστροφή