ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Αναπτυσσόμενη βιομηχανία
Αναπτυσσόμενη χώρα
Αναπτύσσω
Ανάρτηση
Άναρχη αστικοποίηση
Άναρχη δόμηση
Αναρχικός
Ανασηκώνω
Ανασκάπτω
Ανασκαφή
Ανασκόπηση βιβλιογραφίας
Ανασταλτικός παράγων
Αναστολή (εξαγωγών)
Αναστολή συναλλαγών
Αναστυλώνω (κτίριο)
Αναστύλωση κτιρίου
Ανασυγκρότηση

Επιστροφή