ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Αναπαραγωγός
Ανάπαυλα
Ανάπαυση
Αναπαυτικός
Αναπηρικό καρότσι
Ανάπηρος πολέμου
Αναπλάθω
Αναπλάθω μια συνοικία
Ανάπλαση κτιρίου
Ανάπλαση οικιστικών συνόλων/ φυσικού περιβάλλοντος
Αναπληρώνω
Αναπλήρωση
Αναπληρώσιμος
Αναπληρωτής
Αναπληρωτής διευθυντής
Αναπληρωτής καθηγητή
Αναποδιά

Επιστροφή