ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Ανανέωση ενός θεσμού
Ανανέωση ενός συστήματος
Ανανέωση μίσθωσης
Ανανέωση οικιστικού συνόλου
Ανανέωση σύμβασης
Ανανέωση συμβολαίου
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)
Ανανεώσιμη πίστωση
ανανεώσιμο (συμβόλαιο)
ανανεώσιμο με σιωπηρή ανανέωση (συμβόλαιο, κλπ.)
Ανανεωτής
Ανανεωτικός, ή, ό
Ανάξιος
Αναπαλαίωση
Αναπαραγωγή
Αναπαραγωγικός
Αναπαραγωγικότητα

Επιστροφή