ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Αναλαμβάνω
Αναλαμβάνω (συνέρχομαι)
Αναλαμβάνω καθήκοντα
Αναλαμβάνω με υπεργολαβία
Αναλαμβάνω μία επιχείρηση
Αναλαμβάνω μια οικοδομή με υπεργολαβία
Αναλαμβάνω τη διεύθυνση
Αναλαμβάνω την ευθύνη
Αναλαμβάνω την προεδρία
Αναλαμβάνω τις υποχρεώσεις μου
Ανάληψη
Ανάληψη καθηκόντων
Ανάληψη κινδύνου
Αναλογία
Αναλογικά
Αναλογική εκπροσώπηση
Αναλογικός

Επιστροφή