ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Αναβάλλω επ' αόριστον ένα σχέδιο
Αναβαπτίζω
Ανάβαση
Αναβιώνω
Αναβλήθηκε για μεταγενέστερη ημερομηνία
Αναβλύζω
Αναβολή
Αναγέννηση
Αναγκάζω
Αναγκαία
Αναγκαιότητα
Αναγκαστικός Διαχειριστής (εταιρίας, επιχείρησης)
Ανάγκες
Ανάγκη
Αναγνωστήριο
Αναδασώνω
Αναδάσωση

Επιστροφή