ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Αμειψισπορά
Άμεσα πληρωτέο
Άμεση αγορά
Άμεση ψηφοφορία
Άμεσος, ευθύς
Αμετακίνητος
Αμμουδιά
Αμοιβή
Αμοιβή με βάση την απόδοση
Αμοιβή με το κομμάτι
Αμοιβή σε είδος
Αμοίβομαι σύμφωνα με το χρόνο εκτέλεσης μιας εργασίας
Αμοιβόμενος με το κατώτατο όριο μισθών και ημερομισθίων
Αμοίβω ανεπαρκώς
Αμπέλι
Αμπελοκαλλιέργεια
Αμπελοοινικός

Επιστροφή